πυριτικά ορυκτά

πυριτικά ορυκτά
Αποτελούνται από πυριτικά άλατα (πυρίτιο) με πολύπλοκη δομή, της οποίας η διερεύνηση επιτυγχάνεται μόνο με τη χρησιμοποίηση ακτίνων X. Η βασική μονάδα της δομής τους είναι το τετράεδρο SiO4, που έχει τέσσερις ηλεκτροαρνητικές μονάδες σθένους. Η ομάδα αυτή, συμπαγής και αδιαίρετη, ενώνεται με άλλες τέσσερις όμοιες ομάδες, σχηματίζοντας διάφορες ενώσεις. Στο άτομο του πυριτίου αποδίδονται 4 συντεταγμένες, ώστε τα διάφορα πυριτικά άλατα να μπορεί να θεωρηθούν ότι αντιστοιχούν σε μια διαφορετική θέση και σύνδεση των ομάδων αυτών στον χώρο. Επειδή το οξυγόνο είναι δισθενές, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι με το ένα σθένος του συνδέεται με το άτομο του πυριτίου, ενώ το ελεύθερο σθένος του μπορεί να κορεστεί από άτομα μετάλλων ή άλλων ομάδων ατόμων ίσων μεταξύ τους, σχηματίζοντας πλέγματα, τα οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντιστοιχούν στους χημικούς τύπους των ενώσεων που αντιπροσωπεύουν. Με τη βάση αυτή είναι δυνατόν να γίνει μια ταξινόμηση των πυριτικών αλάτων. Η πλέον παραδεκτή σήμερα είναι η ταξινόμηση του Στρουντζ. Στις φωτογραφίες, από τα πάνω: γρανάτης αλμανδίνης (νησοπυριτικό άλας)· αμφίβολος (ivoπυριτικό άλας)· μίκα (φυλλοπυριτικό άλας)· ορθόκλαστο (τεκτοπυριτικό άλας). Στις φωτογραφίες, από τα πάνω: γρανάτης αλμανδίνης (νησοπυριτικό άλας)· αμφίβολος (ivoπυριτικό άλας)· μίκα (φυλλοπυριτικό άλας)· ορθόκλαστο (τεκτοπυριτικό άλας). Στις φωτογραφίες, από τα πάνω: γρανάτης αλμανδίνης (νησοπυριτικό άλας)· αμφίβολος (ivoπυριτικό άλας)· μίκα (φυλλοπυριτικό άλας)· ορθόκλαστο (τεκτοπυριτικό άλας). Στις φωτογραφίες, από τα πάνω: γρανάτης αλμανδίνης (νησοπυριτικό άλας)· αμφίβολος (ivoπυριτικό άλας)· μίκα (φυλλοπυριτικό άλας)· ορθόκλαστο (τεκτοπυριτικό άλας). Στα σχήματα, εικονίζεται η θέση των τετράεδρων Si04 μέσα στους διάφορους τύπους πλέγματος των πυριτικών ορυκτών. 1) μεμονωμένο τετράεδρο, χαρακτηριστικό των νησοπυριτικών αλάτων 2) μεμονωμένη ομάδα τετράεδρων (στην περίπτωση αυτή 6) χαρακτηριστική των σωραπυριτικών αλάτων 3) απλή άλυσος τετράεδρων, χαρακτηριστική των ινοπυριτικών αλάτων (πυρόξενοι)· 4) διπλη άλυσος, χαρακτηριστική των ινοπυριτικών αλάτων, στους αμφίβολους· 5) θέση των τετράεδρων κατά μήκος ενός επίπεδου, συνδεμένων μεταξύ τους με τρία κοινά οξυγόνα, χαρακτηριστική των φυλλοπυριτικων αλάτων· 6) τρισδιάστατη ανάπτυξη των ομάδων των τετραέδρων με σχηματισμό δικτύων στο χώρο, ιδιότητα των τεκτοπυριτικών αλάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαζουρίτες — Πυριτικά ορυκτά με πολυσύνθετη χημική σύνθεση (Na2,Ca)4·(SO4,S,Cl2)·(AlSiO4)6. Κρυσταλλώνονται στο κυβικό σύστημα, συνήθως όμως οι κρύσταλλοί τους είναι ασχημάτιστοι. Αποτελούν τυπικά ορυκτά επαφής ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Λόγω του ωραίου τους… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • λιθομετεωρίτης — ο αστρον. μια από τις πιο διαδεδομένες κατηγορίες μετεωριτών, που αποτελούνται κυρίως από πυριτικά ορυκτά …   Dictionary of Greek

  • λιθοσιδηρομετεωρίτης — ο αστρον. κατηγορία μετεωρίτη ο οποίος περιέχει στη σύνθεσή του πυριτικά ορυκτά και μεταλλικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. stony iron meteorite (< μετεωρίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σιπολίνης — και παλ. γρφ. σιπολλίνης, ο, Ν (πετρογρ.) μεταμορφωμένο ασβεστολιθικό πέτρωμα που αποτελεί ποικιλία μαρμάρου πλούσιου σε φυλλόμορφα πυριτικά ορυκτά, ιδίως μαρμαρυγία και χλωρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cipolin(o)… …   Dictionary of Greek

  • αλβιτίωση — Φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο άστριοι πλαγιόκλαστοι που περιέχουν μεγάλη ποσότητα ασβέστου αλλοιώνονται και σχηματίζουν άλλα πυριτικά ορυκτά αλάτων ασβεστoφόρων. Το φαινόμενο ανήκει στην κατηγορία των απομαγματικών μεταμορφώσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”